Την 3η θέση στον κατάλογο με τις χώρες που εξάγουν παρθένο ελαιόλαδο στην Κίνα συμπεριλαμβάνεται η χώρα μας, σε σύνολο μόλις οκτώ κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο που στέλνουν προϊόν στην αχανή αυτή αγορά. Αυτό προκύπτει από έρευνα αγοράς για το ελαιόλαδο και τις ελιές, που πραγματοποίησε το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας μας στο Πεκίνο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 3η θέση, αποσπώντας μερίδιο 23%, ενώ μόλις τρεις χώρες πραγματοποιούν το 95% των εισαγωγών. Η μέση τιμή του ελληνικού μη παρθένου ελαιολάδου κυμαίνεται περίπου στο 60% της τιμής του παρθένου (2,94 δολάρια το κιλό).
Σύμφωνα με την έρευνα, το ελαιόλαδο αποτελεί ένα σχετικά νέο και άγνωστο διατροφικό προϊόν για τους Κινέζους καταναλωτές, ενώ το μερίδιο κατανάλωσής του σε σχέση με τα υπόλοιπα βρώσιμα φυτικά έλαια είναι πολύ μικρό, λόγω της αναλογικά υψηλής τιμής του, του επικρατούντος διατροφικού προτύπου αλλά και της μη εξοικείωσης των καταναλωτών με τις ευεργετικές του ιδιότητες. Αντίθετα, είναι ευρύτερα γνωστό ως φαρμακευτικό προϊόν και καλλυντικό.
«Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου ενός σημαντικού κομματιού της κινεζικής κοινωνίας ευνοεί την αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου, παρά τη σημαντική διαφορά τιμής, ως μια πιο υγιεινή εναλλακτική στα άλλα εδώδιμα έλαια. Η αύξηση αυτή αντανακλάται τόσο σε επίπεδο εισαγωγών ελαιολάδου, όσο και στις προσπάθειες, εκ μέρους της Λ.Δ. Κίνας, εξεύρεσης κατάλληλων εδαφών για εγχώρια παραγωγή.
Το ελληνικό ελαιόλαδο αποσπά ένα σημαντικό μερίδιο των εισαγωγών, σε μια αγορά ολιγοπωλιακή, ως προς τον αριθμό των προμηθευτριών χωρών. Οι προοπτικές που διανοίγονται είναι αναμφίβολα θετικές, παρότι θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο βραχυμεσοπρόθεσμο διάστημα τα ελαιοκομικά προϊόντα θα παραμείνουν μια εξειδικευμένη αγορά) για καταναλωτές με υψηλό εισόδημα και καταναλωτική συμπεριφορά που λαμβάνει υπόψη τους κανόνες της υγιεινής διατροφής», επισημαίνεται στην έρευνα.
Γενικά χαρακτηριστικά αγοράς
Η οικονομία της Λ.Δ. Κίνας αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια ετησίως με ρυθμό ανάπτυξης πέριξ του 10%.
Η ταχεία ανάπτυξή της είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών της και τη δημιουργία μιας ευάριθμης ανώτερης εισοδηματικά τάξης, που έχει υιοθετήσει καταναλωτικά πρότυπα συμπεριφοράς ανεπτυγμένων οικονομιών και διαθέτει μεγάλος μέρος του εισοδήματος της σε εισαγόμενα προϊόντα, που θεωρούνται υψηλότερης ποιότητας, σε σχέση με τα εγχώρια.
Εξάλλου, η ηγεσία της Λ.Δ. Κίνας έχει θέσει ως κεντρικό στόχο του επόμενου πενταετούς οικονομικού πλάνου ανάπτυξης την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και την εξισορρόπηση του εμπορικού της ισοζυγίου με την ταχύτερη άνοδο των εισαγωγών, σε σχέση με τις εξαγωγές της.
Η αγορά βρώσιμων φυτικών ελαίων περιλαμβάνει κυρίως σογιέλαιο, φοινικέλαιο, ηλιέλαιο, σπορέλαιο, αραβοσιτέλαιο, αραχιδέλαιο, γογγυλέλαιο ή έλαιο ελαιοκράμβης, ενώ ένα πολύ μικρό κομμάτι της κατανάλωσης καταλαμβάνει το ελαιόλαδο.
Η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξανόμενες διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων φυτικών ελαίων από χώρες της Ν.Α. Ασίας (Μαλαισία Ινδονησία).
Oκτώ χώρες πραγματοποιούν σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών παρθένου ελαιολάδου προς τη Λ.Δ. Κίνας, ενώ η Ελλάδα καταλαμβάνει την 3η θέση σε αξία, με μέση τιμή 4,80$/kg, υψηλότερη της συνολικής μέσης τιμής (4,13$/kg).
Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 3η θέση με μερίδιο 23%, ενώ μόλις τρεις χώρες πραγματοποιούν το 95% των εισαγωγών. Η μέση τιμή του ελληνικού μη παρθένου ελαιολάδου κυμαίνεται περίπου στο 60% της τιμής του παρθένου (2,94$/kg).
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 3η θέση, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, εξάγοντας το 2010 1.745 τόνους, αξίας 7,05 εκ. $. Η συνολική τιμή για το ελληνικό ελαιόλαδο είναι υψηλότερη των ανταγωνιστών της, λόγω της σημαντικής μείωσης, μέσα στο 2010, του όγκου μη παρθένου ελαιολάδου που εξήγαγε στη Λ.Δ. Κίνας, καθώς και της αναλογικά υψηλής τιμής για το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο.
Ελιές
Οι ελιές ανήκουν στην κατηγορία των συνοδευτικών του φαγητού, ενός τομέα με προοπτικές στη Λ.Δ. Κίνας, αλλά και με ισχυρή παρουσία της εγχώριας παραγωγής.
Όπως και στην περίπτωση του ελαιολάδου, οι ελιές θεωρούνται ακόμα ως ένα γευστικά «εξωτικό» έδεσμα που απαντάται συνήθως σε εστιατόρια μεσογειακής κουζίνας και στα σημεία των σούπερμάρκετ.
“Οι εισαγωγές ελιών παρουσιάζουν αυξητική τάση, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με το ελαιόλαδο, που οφείλεται κυρίως στην αναλογικά χαμηλότερη κατανάλωση και την κάλυψη μεγάλου μέρους της από την εγχώρια παραγωγή.
Οι ελιές διακρίνονται, από δασμολογικής απόψεως, σε 3 κατηγορίες: ελιές προσωρινά διατηρημένες που δεν προορίζονται για άμεση κατανάλωση, τουρσιά από ελιές διατηρημένα σε ζάχαρη, ελιές διατηρημένες όχι σε ξίδι ή οξικό οξύ.
Κανάλια διανομής
Η αγορά είναι, προς το παρόν, περιορισμένη και εντοπίζεται στις μεγάλες πόλεις. Τα κανάλια διανομής είναι κατατμημένα σε εισαγωγείς μικρού μεγέθους και περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας.
Εξάλλου, είναι διαδεδομένη πρακτική η χρησιμοποίηση από την ίδια εταιρεία διαφορετικών διανομέων σε κάθε πόλη.
Επίσης, δεδομένου του μικρού μεγέθους της αγοράς ελαιολάδου, η εισαγωγή και διανομή του χαρακτηρίζεται από ευμετάβλητες συνθήκες εισόδου και εξόδου των εμπλεκόμενων στην αγορά, χαρακτηριστικό που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο για τους εξαγωγείς, οι οποίοι θα πρέπει να επιλέγουν συνεργάτες κατόπιν ενδελεχούς ελέγχου.
Εκτός των εστιατορίων με μεσογειακή κουζίνα (κυρίως ιταλικά και ισπανικά) και των υψηλής στάθμης ξενοδοχείων που χρησιμοποιούν ελαιόλαδο, το κύριο σημείο πώλησης ελαιολάδου αποτελούν τα σουπερμάρκετ.
Σε μια κατακερματισμένη αγορά λιανικής, η ύπαρξη διεθνών αλυσίδων διευκολύνει την πρόσβαση μόνο στις μεγάλες εταιρίες του κλάδου, που έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τις αυξημένες απαιτήσεις (ελάχιστες ποσότητες, ενώ τα μικρότερα σούπερ μάρκετ που απευθύνονται σε εκπατρισμένους έχουν περιορισμένο καταναλωτικό κοινό. Τα κινεζικά σουπερμάρκετ, εξάλλου, διαθέτουν περιορισμένο αριθμό εισαγόμενων προϊόντων και συχνά καθόλου ελαιόλαδο στα ράφια τους.
Τέλος, ένα σημαντικό κανάλι για το ελαιόλαδο αποτελεί το επιχειρηματικό δώρο.
πηγή: paseges.gr