Το μέλι Ελάτης Μαινάλου Βανίλιας προέρχεται από το μαύρο έλατο του όρους Μαινάλου στην Αρκαδία και είναι ένα ονομαστό προϊόν για τη γεύση του και την μικρή συγκέντρωσή του σε σάκχαρα. Είναι το μοναδικό ελληνικό μέλι με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) και πήρε χρυσό βραβείο στο Παρίσι στην έκθεση τροφίμων το 1996. Είναι από τις πολύ σπάνιες κατηγορίες μελιού, ίσως η πιο σπάνια παγκοσμίως, με φανταστική γεύση και άρωμα. Τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι οι αυξομειώσεις στην παραγωγή και οι περιοχές που ανήκουν στην οριοθετημένη ζώνη που υπάρχει στον φάκελο ΠΟΠ. Η γεύση του θυμίζει καραμέλα ή βανίλια. Ο χαρακτηρισμός του σαν ΠΟΠ καταχωρήθηκε από την ΕΕ το 1996 (L 163/2.7.1996). Παράγεται από τα μέσα Μαΐου μέχρι το τέλος Ιουνίου. Το μέλι αυτό δεν συλλέγεται από τα άνθη αλλά από ένα μελίτωμα (ρητίνη) που παράγει ένα έντομο (Physokermes hemicryphus) στον κορμό του μαύρου ελάτου. Έχει λιγότερη υγρασία από όλα τα υπόλοιπα μέλια και δεν ζαχαρώνει ποτέ επειδή έχει υψηλό pΗ. Η συγκέντρωσή του σε σάκχαρα είναι μικρότερη από τα άλλα μέλια (π.χ. ανθέων ή θυμαρίσιο). Στο συγκεκριμένο μέλι παρατηρείται το άθροισμα της γλυκόζης και φρουκτόζης να είναι από 36% και άνω.
Το μέλι ξεχωρίζει αμέσως, από το κεχριμπαρένιο-περλέ χρώμα του με τις μεταλλικές ανταύγειες που δημιουργούνται στο εσωτερικό του να το εμφανίζουν ανοιχτόχρωμο και αδιαφανές ενώ, την ήπια γλυκιά, χαρακτηριστική και επίμονη γεύση του (θυμίζει καραμέλα βουτύρου ή βανίλια) σε συνδυασμό με την πυκνόρρευστη υφή του, συνοδεύει μια ευχάριστη διακριτική ρητινώδεις οσμή. Η εξαγωγή του μελιού είναι εξαιρετικά δύσκολη και δαπανηρή. Για το λόγο αυτό η παραγωγή του είναι πολύ μικρή και λίγοι μελισσοκόμοι της περιοχής ασχολούνται με αυτή.
Παράγεται σε οριοθετημένη περιοχή του Μαινάλου, κυρίως στην περιοχή γύρω από την Αλωνίσταινα και τη Βυτίνα. Όμως ο φάκελος που οριοθετεί την περιοχή χρειάζεται κάποιες γεωγραφικές διορθώσεις, αφού έχουν δημιουργηθεί κάποια προβλήματα (όπως π.χ. ο οικισμός Κάψια που είναι στους πρόποδες του βορειοανατολικού Μαινάλου είναι μέσα στην οριοθετημένη περιοχή, στη συνέχεια το Λεβίδι δεν είναι και ακολουθεί η Βλαχέρνα που είναι). Υπάρχουν τρία συσκευαστήρια στη ζώνη που τυποποιούν το μέλι ΠΟΠ. Το παλαιότερο ανήκει στον κ. Θεόδωρο Μαραγκό, στη Βυτίνα, που είναι από τους πρωτεργάτες της διαδικασίας για τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου μελιού σαν ΠΟΠ.
Περιγραφή μεθόδου παραγωγής
Κατά την έναρξη της δραστηριότητας του εντόμου εκκρίνεται η λεγόμενη «βανίλια» μια πολύ πηχτή και θολή γλυκιά ουσία. Οι μέλισσες τη μαζεύουν σα τρελές και αφού την επεξεργαστούν την αποθηκεύουν. Στη συνέχεια εκκρίνεται το γνωστό ελατόμελο. Οι κηρήθρες από την κυψέλη μεταφέρονται στην αποθήκη-εργαστήριο όπου απολεπίζονται και τοποθετούνται στο μελιτοεξαγωγέα. Είναι τόσο πηχτή η βανίλια, ώστε αν καθυστερήσει ο μελισσοκόμος να τρυγήσει τις κερήθρες του περισσότερο από μια εβδομάδα, τότε αυτή σχεδόν στερεοποιείται και δεν βγαίνει στον μελιτοεξαγωγέα. Με τη βοήθεια της φυγοκέντρου δύναμης και μόνο απελευθερώνεται το μέλι, το οποίο φιλτράρεται σε απλά φίλτρα σίτας και τοποθετείται σε ανοξείδωτα στοιχεία. Στη συνέχεια τυποποιείται και προσφέρεται στην κατανάλωση.
Η παραγωγή του, όπως προαναφέραμε, δεν είναι σταθερή κάθε έτος. Πέρσι υπήρξε μια απώλεια της τάξης του 80% όμως και πρόπερσι είχαμε μείωση της τάξης 50 – 60%. Οι διακυμάνσεις της παραγωγής είναι αρνητικές για κάποιον επαγγελματία μελισσοκόμο. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμιά επίσημη μελέτη για το που οφείλεται αυτό το φαινόμενο. Πολλοί μελισσοκόμοι υποστηρίζουν ότι οι μειώσεις της παραγωγής οφείλονται στις καιρικές συνθήκες. Πάντως η έλλειψη επίσημης καταγραφής της ετήσιας παραγωγής δημιουργεί προβλήματα στις αποζημιώσεις των παραγωγών από τον ΕΛΓΑ.
Παραγωγή του μελιτώματος πάνω στα έλατα έχουμε κάθε χρόνο από τις 21 Μαΐου μέχρι 20 Ιουλίου. Εκείνη την περίοδο πάνε οι μελισσοκόμοι και παίρνουν την παραγωγή τους. Αν σε εκείνη την περίοδο έχει βροχές ή άλλες αντίξοες καιρικές συνθήκες, τότε υπάρχει μείωση της παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολο για έναν επαγγελματία να ασχοληθεί μόνο με το μέλι από έλατο. Στο 2009 και το 2008, που υπήρχε μεγάλη παραγωγή, ο μελισσοκόμος το πουλούσε στον έμπορα στα 4,80 - 5 ευρώ το κιλό. Στη λιανική κυμαινόταν στα 7,5 ευρώ το κιλό. Φέτος όμως που είχαμε μειωμένη παραγωγή η τιμή λιανικής έφτασε και 9 – 16 ευρώ το κιλό.
Διαρκής διαδικτυακή έκθεση παραδοσιακών τροφίμων OnlineExpo.gr
πηγή: agrotypos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου